- τιμολογώ
- τιμολόγησα, τιμολογήθηκα, τιμολογημένος, σημειώνω την τιμή των εμπορευμάτων για πώληση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τιμολογώ — Ν καθορίζω την τιμή εμπορεύματος που πρόκειται να πωληθεί σύμφωνα με το κόστος παραγωγής του αλλά και το επιθυμητό κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + λογώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
προτιμολογώ — Ν [τιμολογώ] καθορίζω προκαταβολικά την τιμή εμπορεύματος … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
τιμολογία — η, Ν [τιμολογώ] η φιλοσοφική σπουδή τής αξίας, τού αγαθού με την ευρύτερη σημασία τού όρου, η αξιολογία … Dictionary of Greek
τιμολόγηση — η, Ν [τιμολογώ] η διαδικασία καθορισμού τής τιμής πώλησης ενός προϊόντος η οποία θα πρέπει να καλύπτει το μέσο κόστος παραγωγής συν το κέρδος τού επιχειρηματία … Dictionary of Greek